- ωκυδηκτωρ
- ὠκυδήκτωρὠκῠ-δήκτωρ-ορος adj. наносящий острые укусы, т.е. с острыми насечками, острый
(ῥίνη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ῥίνη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ωκυδήκτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που δαγκώνει με οξύτητα ή με δύναμη («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + δήκτωρ (< δάκνω «δαγκώνω»)] … Dictionary of Greek
ὠκυδήκτορα — ὠκυδήκτωρ sharp biting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)